Πέμπτη 15 Σεπτεμβρίου 2011

ΝΑΝΟΥΡΙΣΜΑΤΑ


Γέμισε τους κόρφους

Έλα ύπνε και πάρε το
πάνω στα περιβόλια
και γέμισε τους κόρφους του
τριαντάφυλλα και ρόδια.
Τα ρόδια θα 'ναι της μάνας του
και τ' άνθη του κυρού του
Και τα χρυσά τριαντάφυλλα
θα 'ναι του νουνού του.

Έφεξε η Ανατολή

Έλα ύπνε ύπνωσέ το
και Χριστέ μου φύλαξέ το.
Έφεξε η Ανατολή
κούνα Χάιδω μ' το παιδί.
Έφεξε κι έρχεται η δύση
κούνα το να μη ξυπνήσει .

Ύπνε απ' τις κορομηλούλες

Νάνι νάνι το μωρό μου
νάνι νάνι το χρυσό μου.
Έλα ύπνε απ' τα κλαράκια
που υπνώνει τα παιδάκια.
Έλα ύπνε απ' τις κορομηλούλες
να υπνώνεις τις κοπελούλες.

Η κοπέλα μ' η δασκάλα

Η κοπέλα μ' η δασκάλα
κι ο γαμπρός κάτω απ' τη σκάλα.
Το κορίτσι μ' τρώει ρύζι
κι ο γαμπρός το τριγυρίζει.
Το κορίτσι μ' τρώει λάδι
κι ο γαμπρός χαμογελάει.

Νανούρισμα

Έλα, ύπνε, και πάρε το
και πάν' το στα λιβάδια,
που κελαηδούνε τα πουλιά
και παίζουν τα κοπάδια.
Ν' ακούει κουδούνια να χαρεί,
φλογέρες να μεθύσει
και των ρυακιών το φλοίσβισμα
να με τ' αποκοιμήσει.
Και σαν τρανέψει και γενεί
λεβέντης, παλικάρι,
νάχει για βέργα το σπαθί,
το βόλι για λιθάρι.

Θάρθει η μάνα σου

Νάνι, θά 'ρθει η μάνα σου
απ' το δαφνοπόταμο
κι από το γλυκό νερό,
να σου φέρει λούλουδα,
λούλουδα, τριαντάφυλλα
και μοσκογαρούφαλα.

Κοιμήσου

Κοιμήσου συ, μωράκι μου, σε κούνια καρυδένια,
σε ρουχαλάκια κεντητά και μαργαριταρένια.
Έλα, Χριστέ και Παναγιά, και πάρ' το στους μπαξέδες
και γέμισε τους κόρφους του λουλούδια, μενεξέδες.
Κοιμήσου συ, παιδάκι μου, κι η μοίρα σου δουλεύει
και το καλό σου ριζικό σού κουβαλεί και φέρνει.
Κοιμάται νιο, κοιμάται νιο, κοιμάται νιο φεγγάρι,
κοιμάται το παιδάκι μου στ' άσπρο το μαξιλάρι.
Ο ύπνος τρέφει τα μωρά κι η υγειά τα μεγαλώνει
και η κυρά η Παναγιά τα καλοξημερώνει.

Κοιμήσου αστρί

Κοιμήσου αστρί, κοιμήσου αυγή, κοιμήσου νιο φεγγάρι,
κοιμήσου, που να σε χαρεί ο νιος που θα σε πάρει.
Κοιμήσου, που παράγγειλα στην Πόλη τα χρυσά σου,
στη Βενετιά τα ρούχα σου και τα διαμαντικά σου.
Κοιμήσου, που σου ράβουνε το πάπλωμα στην Πόλη
και που σου το τελειώνουνε σαράντα δυο μαστόροι.
Στη μέση βάνουν τον αϊτό, στην άκρη το παγόνι,
νάνι του ρήγα το παιδί, του βασιλιά τ' αγγόνι.
Κοιμήσου και παράγγειλα παπούτσια στον τσαγκάρη,
να σου τα κάνει κόκκινα με το μαργαριτάρι.
Κοιμήσου μες στην κούνια σου και στα παχιά πανιά σου,
κι η Παναγιά η Δέσποινα να είναι συντροφιά σου.

Να μου το πάρεις

Να μου το πάρεις, ύπνε μου, τρεις βίγλες θα σου βάλω,
τρεις βίγλες, τρεις βιγλάτορες κι οι τρεις αντρειωμένοι.
Βάζω τον ήλιο στα βουνά και τον αϊτό στους κάμπους,
τον κυρ Βοριά το δροσερόν ανάμεσα πελάγου.
Ο ήλιος εβασίλεψε κι ο αϊτός αποκοιμήθη
κι ο κυρ Βοριάς ο δροσερός στη μάνα του πηγαίνει:
«Γιε μου, και πού 'σουν χτες προχτές, πού 'σουν την άλλη νύχτα;
Μήνα με τ' άστρα μάλωνες, μήνα με το φεγγάρι;
Μήνα με τον αυγερινό, που 'μαστε αγαπημένοι;»
«Μήτε με τ' άστρα μάλωνα μήτε με το φεγγάρι
μήτε με τον αυγερινό, οπού 'στε αγαπημένοι.
Χρυσόν υγιόν εβίγλιζα στην αργυρή του κούνια».

Κοιμάται το παιδάκι μου

Κοιμάται το παιδάκι μου με τη γλυκιά του μάνα.
Kοιμάται το παιδάκι μου στην αργυρή του κούνια,
στην αργυρή και στη χρυσή και στη μαλαματένια.
Kοιμήσου συ, παιδάκι μου, κι εγώ σε νανουρίζω,
κι εγώ την κούνια σου κουνώ, γλυκά να σε κοιμίζω.
Kοιμήσ' αστρί, κοιμήσ' αυγή, κοιμήσου, νιο φεγγάρι,
κοιμήσου, κυρά θάλασσα με το χρυσό σου ψάρι.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου