Κυριακή 27 Ιανουαρίου 2013

Ο Μπόκα ο γενναίος αετός


 Συγγραφέας: Μαρία Θανοπούλου 
Εικονογράφηση: Μαρία Καντεράκη
Εκδόσεις: Μαλλιάρης Παιδεία



Αν και αρχές της άνοιξης, από την προηγούμενη μέρα χιόνιζε ασταμάτητα.
Οι άνθρωποι του δήμου έριχναν από νωρίς το πρωί αλάτι, για να καθαρίσουν τους δρόμους.
Στο δάσος της Δαδιάς τα πουλιά είχαν την τιμητική τους. Από το ξημέρωμα είχαν συγκεντρωθεί στο ξέφωτο του γερο-πλάτανου για να διαφυλάξουν το γένος τους παίρνοντας σοβαρές αποφάσεις.
- Εξαφανιζόμαστε, φώναξε το αηδόνι, ακούτε φίλοι μου; Εμάς τα αηδόνια οι άνθρωποι μας φυλακίζουν σε κλουβιά για να κελαηδάμε για την αφεντιά τους.
Ακούς εκεί! Μα δεν καταλαβαίνουν, λοιπόν, πως η θέσης μας είναι στο δάσος και πως ποτέ δε θα γίνουμε δικά τους; 
- Θα έπρεπε να απαγορευτεί το κυνήγι και να σταματήσουν οι απάνθρωποι να μας τρώνε , τάχα για να νοστιμεύονται, συμπλήρωσε η κυρία Τσίχλα.
- Συμφωνώ μαζί σας κυρία Τσίχλα, είπε ο Μπόκα ευγενικά. Σας καταλαβαίνω άλλωστε. Εμείς οι αετοί κινδυνεύουμε όλο το χρόνο. Έτσι έχασα τους δικούς μου. Πέταγαν πάνω από το ρέμα των αλεπούδων και... Δυστυχώς οι άνθρωποι είναι κουτοί. Χώρια που νομίζουν πως γεννηθήκαμε σε τσίρκο και μας δένουν από το πόδι.
- Κάτι πρέπει να γίνει, τόνισε σοβαρά η σοφή κουκουβάγια η Μαριγώ.
- Ναι, ναι, εξαιτίας τους θα εξαφανιστούμε για πάντα και δε θα ακούγεται κανενός το σφύριγμα στο δάσος της Δαδιάς, σφύριξε το κοτσύφι.
- Πάντως εμείς τα σπουργίτια αποφασίσαμε να μεταναστεύσουμε. Ο κύριος Χελιδώνης μας προμήθευσε με ένα χάρτη και λίγα ψίχουλα. Θα φιλοξενηθούμε στο σπίτι του ουράνιου τόξου. Μπορούν να ταξιδέψουν μαζί μας όσοι επιθυμούν να σωθούν.
- Μέσααααα, τιτίβασαν όλα τα πουλιά χαρούμενα και πέταξαν γρήγορα στις φωλιές τους για να ετοιμάσουν τις βαλίτσες με τα πράγματα τους. Ο μόνος που έμεινε πίσω ήταν ο Μπόκα. Δεν τους ακολούθησε. Αφότου έχασε τους δικούς του είχε αποκτήσει έναν φίλο που του είχε γίνει άκρως απαραίτητος. Ούτε στιγμή δε φοβήθηκε τη μοναξιά. Δε λυπήθηκε για τον αποχωρισμό του από τα άλλα πουλιά. Γιατί όταν έχεις κάποιον που αγαπάς έχεις όλο τον κόσμο. Η αφοσίωση του προς τον ανθρώπινο φίλο του, τον Φόντα, τον κράτησε στο δάσος της Δαδιάς. Ο Φόντας δεν τον είχε δέσει ποτέ από το ποδαράκι του. Του φερόταν σαν να ήταν ο καλύτερος άνθρωπος του κόσμου. Κι ήταν μόνο ένα μικρό αετόπουλο. Του είχε χαρίσει ένα κασκόλ κι ένα ζευγάρι κόκκινα παπουτσάκια για να μην κρυώνει και να ξεχωρίζει από τους υπόλοιπους αετούς. 
Η πραγματική φιλία μαζί με την αγάπη δυναμώνει τις σχέσεις, ιδιαίτερα όταν αυτές δοκιμάζονται. 
Ο Μπόκα τα βράδια συνήθιζε να κουρνιάζει στο δάσος της Δαδιάς, εκεί πίσω από τον αγροτουριστικό ξενώνα και το ξημέρωμα επέστρεφε πάλι στη φωλιά των γυπαετών στα βράχια, κοντά στο μεγάλο πλατάνι.
Αφού έφυγαν τα άλλα πουλιά, ο Μπόκα πέταξε προς το μικρό σπίτι του Φόντα. Χτύπησε όπως πάντα με το ράμφος του το παράθυρο και περίμενε υπομονετικά να του ανοίξει.
Ποιος είπε πως τα πουλιά δεν έχουν αισθήματα και δεν αναγνωρίζουν τον πραγματικό φίλο;
Ο Μπόκα από καιρό ήταν ο πιο πιστός φίλος του Φόντα.
Ο ανθρώπινος φίλος του άκουσε το χτύπημα κι άνοιξε το παράθυρο.
Ο Μπόκα πέταξε μέσα χαρούμενος και στηρίχτηκε στον ώμο του. 
- Πω, πω κρύο που έχει να κάνει σήμερα,  είπε ο Φόντας στον Μπόκα κι έκλεισε τουρτουρίζοντας το παράθυρο.
Ο Φόντας πίνοντας το γάλα του μασούλησε τα πεντανόστιμα κουλουράκια της γιαγιάς του της Μυρσίνης, που είχε ξυπνήσει πρωί πρωί, για να προλάβει να πάει να πουλήσει τα φρέσκα αβγά. Με τα χρήματα που θα κέρδιζε θα αγόραζε γάλα και πέταλα, τα γνωστά Σουφλιώτικα λουκάνικα, για το μεσημεριανό τους φαγητό.
- Όταν κάνει κρύο, πρέπει να τρώμε πολύ καλά, συμβούλευε τον αγαπημένο της εγγονό.
Ο Φόντας συμμάζεψε τη σάκα του, πήρε τον αετό του τον Μπόκα από το παράθυρο της κουζίνας που είχε καθίσει για να ελέγξει το τοπίο, τον αγκίστρωσε πάλι στον ώμο του και ξεκίνησε για το σχολείο.
Προτίμησε να πάει από το μονοπάτι του βασιλαετού γιατί από εκεί συνήθως το πέρασμα είχε λιγότερο χιόνι. 
Συνήθως ο Μπόκα συνόδευε τον Φόντα ως το σχολείο και μέχρι να σχολάσει, ο αετός εξερευνούσε τον ουρανό πετώντας ψηλά, τόσο ψηλά που νόμιζες πως άγγιζε τις κορυφές των άστρων. Του άρεσε να διαπερνά τα σύννεφα να χαμογελάει στον ήλιο, που όταν τον έβλεπε, του έκλεινε το μάτι πονηρά, κι έπαιζαν κρυφτό με τα συννεφάκια και τις ηλιαχτίδες. 
Ο Μπόκα τρύπωνε ανάμεσα από τα δέντρα και με κατακόρυφη πτήση έπινε νερό από τους χείμαρρους και ξανανέβαινε ακόμη πιο ψηλά στην πιο μυτερή κορφή των γύρω βουνών. Από εκεί ατένιζε όλη την περιοχή κι ένιωθε περήφανος για το γένος του.
Ο Μπόκα ήταν ο πιο έξυπνος αετός της Δαδιάς, αλλά και ο πιο καλόκαρδος. 
Μια μέρα όταν σχόλασε ο Φόντας δεν βρήκε τον Μπόκα να τον περιμένει.
"Ελπίζω να μην του έχει συμβεί κάτι κακό", σκέφτηκε και κάθισε άκεφος στα σκαλοπάτια του σχολείου.Τι να έχει γίνει άραγε;   .......


Άμα σας άρεσε ως εδώ ζητήστε τη συνέχεια!!!!!Ένα τέτοιο βιβλίο δεν πρέπει να λείπει από την βιβλιοθήκη σας....

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου