Οι σκύλοι
με τις γάτες και οι γάτες πάλι με τους ποντικούς ήταν πρώτα φίλοι , όπως είναι
όλα τα ζώα μεταξύ τους. Μα κάποτε τσακώθηκαν, κι από τότε κρατάει το μίσος ς
από γενιά σε γενιά, κι όλοι μας σήμερα ξέρουμε πόσο εχθρεύονται οι σκύλοι τις
γάτες και οι γάτες τα ποντίκια.
Μια φορά κι
ένα καιρό, πάνε χρόνια από τότε, τα σκυλιά μπλέχτηκαν δίχως να το θέλουν σε μία
δίκη. Τα καημένα όμως, σαν σκυλιά που ήταν, δεν ήξεραν από δίκες και τα είχανε
χαμένα. Έτρεχαν από εδώ, έτρεχαν από εκεί… Με τα πολλά, κάποιος του ορμήνεψε να
πάνε σ’ ένα δικηγόρο, μα κι ο δικηγόρος σ’ άλλες σκοτούρες τους έβαλε. Να
βρούνε μάρτυρες, να βρούνε λεφτά, να υπογράψουν χαρτιά. Θεέ μου, πόσα χαρτιά!
Και σα να
μην έφταναν όλα αυτά, μια μέρα ο δικηγόρος τους παρέδωσε με μεγάλη επισημότητα
ένα σωρό χαρτιά και τους είπε να τα φυλλάξουν με προσοχή, γιατί από αυτά τα
χαρτιά εξαρτόταν η τύχη της δίκης. Τα σκυλιά ντράπηκαν, δεν είπαν λέξη στο
δικηγόρο και πήραν τα πολύτιμα χαρτιά κι έφυγαν… Μα άντε πάλι, άλλη σκοτούρα κι
αυτή. Που να κρύψουν τα χαρτιά, ποιος να τα φυλλάει;
Ανάστατο
όλο το σκυλολόι.
Ο πιο
γέρικος σκύλος, αυτός που σέβονταν κι όλοι λογάριαζαν πως θα βρει μία λύση,
έβαλε την ουρά στα σκέλια του και μουρμούρισε κακόθυμα:
Είμαστε
εμείς για τέτοια; Όλη μέρα γυρίζουμε στους δρόμους να βρούμε κανένα κόκαλο, κι
αυτός ο χριστιανός μας διατάζει: «το νου σας στα χαρτιά», σαν να μη ξέρει από
σκυλιά!
Εκείνη την
ώρα να και μια γάτα. Άσπρη άσπρη και καθαρή, μ’ έναν κόκκινο μεταξωτό φιόγκο
στο λαιμό της και μια γαλάζια χάντρα για να μην την πιάνει μάτι, καλοταϊσμένη,
καλοζωισμένη, κατέβαινε από της κυράς της το σπίτι, να κάνει βόλτα στη λιακάδα.
Τη βλέπουν τα καημένα τα σκυλιά σαν σωτηρία μέσα στην απελπισία τους κι ευθύς
τη φωνάζουν και της λένε:
-Ε,
κυρά-γάτα, δεν παίρνεις εσύ να μας φυλλάξεις τούτα τα πολύτιμα χαρτιά, που ‘σαι
νοικοκυρά κι έχεις και δικό σου σπίτι;
Η γάτα
γύρισε και κοίταξε τους σκύλους ένα γύρο , τους είδε αναστατωμένους, αναμαλλιασμένους,
ταραγμένους, κατάλαβε πως αυτά τα χαρτιά θας ήταν πολύτιμα και σκέφτηκε να μην
αναλάβει μόνη της τόση μεγάλη ευθύνη.
-Μμ, τι να
σας πω; Τους αποκρίθηκε, ας φωνάξουμε εδώ όλο το σόι μου, κι αν συμφωνήσει, εγώ
δέχομαι μετά χαράς να σας κάνω αυτή τη χάρη.
Αμέσως τα
σκυλιά χύθηκαν στους δρόμους να μαζέψουν τις γάτες, κι ύστερα από λίγο μια μια
ψιψίνα άρχισε να ξεπροβάλει από τα στενά.
Όταν
μαζεύτηκε ολόκληρο το γατόσογο, τους είπαν οι σκύλοι τι χάρη ζητούσαν. Οι γάτες
σκέφτηκαν κάμποσο κι αποφάσισαν να δεχτούν να βοηθήσουν τα σκυλιά, μια κι αυτό
που ήθελαν δεν ήταν τίποτα σπουδαίο γι αυτές, κι από την άλλη μεριά θα κέρδιζαν
έτσι την παντοτινή ευγνωμοσύνη του σκυλόσογου, που μια μέρα μπορούσε να τους
σταθεί χρήσιμο.
Οι σκύλοι
παρέδωσαν μ’ ανακούφιση τα πολύτιμα χαρτιά στις γάτες και σκόρπισαν ευθύς στους
δρόμους να χώσουν τη μουσούδα τους σε κανένα σκουπιδοντενεκέ. Οι γάτες πάλι
παρέλαβαν με την επισημότητα που ταίριαζε τα χαρτιά, και πήδηξαν από ένα
παράθυρο σ’ ένα γειτονικό σπίτι. Στο πρώτο δωμάτιο βρήκαν το τραπέζι των
ανθρώπων στρωμένο και τα φαγητά στα πιάτα.
-Να μην τα
αφήσουμε εδώ τα χαρτιά, νιαούρισε μια γάτα, μπορεί να τα πάρουν οι άνθρωποι και
να τα σκίσουν, πάμε πιο μέσα.
Όλες οι
γάτες βρήκαν τα λόγια της σοφά κι ευθύς τρύπωσαν στο δεύτερο δωμάτιο.
Ένα μικρό
αγόρι καθόταν χάμω στο πάτωμα και έπαιζε μ’ ένα σωρό παιχνίδια.
-Πα, πα,
πα, ψιθύρισε μια άλλη γάτα, από τούτο το μικρό τίποτα δε θα γλυτώσει, πάμε,
πάμε.
Αφού
γύρισαν έτσι πολύ ευσυνείδητα –το σωστό πρέπει να το πούμε- όλο το σπίτι, στο
τέλος συμφώνησαν πως το πιο κατάλληλο μέρος για να κρύψουν τα πολύτιμα χαρτιά
ήταν το κελάρι.
-Ακούστε
και μένα που είμαι του σπιτιού, είπε η γάτα με την κόκκινη κορδελίτσα, εδώ να
τα κρύψουμε, η νοικοκυρά μπαίνει αραιά και που να πάρει κάτι, κι ύστερα εδώ
μέσα είναι τόσο σκοτεινά, που και να μπει, δε θα τα δει.
Πήδηξε τότε
η πιο σβέλτη γάτα πάνω σ’ ένα τενεκέ με λάδι κι από εκεί τοποθέτησε ωραία ωραία
τα χαρτιά στο πιο ψηλό ράφι. Ύστερα έκλεισαν με προσοχή την πόρτα του κελαριού
και βγήκαν έξω.
Όμως οι
καημενούλες οι γάτες δεν είχαν λογαριάσει καλά :
Σ’ εκείνο
το κελάρι πραγματικά η νοικοκυρά του σπιτιού έμπαινε αραιά και που, αλλά…αλλά
έμενε μια ολόκληρη οικογένεια ποντικών. Μόλις έκλεισε η πόρτα και ξάναγινε στο
κελάρι σκοτάδι, το πιο μικρό ποντικάκι βγήκε από την τρύπα του και πήγε να δει
τι ήταν τάχα το καινούργιο δέμα. Αμέσως άρχισαν τα δοντάκια του να δουλεύουν
σαν πριόνι και κρουτς κρουτς σκιζόταν λίγο λίγο το χαρτί.
Τ’ αδέρφια
του, που άκουσαν το θόρυβο, έτρεξαν περίεργα, και σα να μην έφταναν τα
ποντικάκια, να σου σε λίγο η ποντικομάνα και ο ποντικοπατέρας. Έτσι ολόκληρη η
φαμίλια ρίχτηκε με κέφι στα πολύτιμα χαρτιά. Κρουτς κρουτς.
Πέρασε
καιρός, και μια μέρα ο μεγάλος δικηγόρος ζήτησε από τα σκυλιά να του φέρουν τα
χαρτιά.
Τα σκυλιά
έτρεξαν στις γάτες, κι οι γάτες ανύποπτες στο κελάρι. Μα τι ήταν αυτό που
αντίκρισαν τα μάτια τους; Τα πολύτιμα χαρτιά είχαν γίνει κόσκινο. Αμέσως
κατάλαβαν τι είχε συμβεί.
Απελπισμένες
χύθηκαν στο δρόμο τραβώντας τα μουστάκια τους. Τις βλέπουν στη στιγμή οι σκύλοι,
τις ρωτούν τι έγιναν τα χαρτιά, και μόλις μαθαίνουν την αλήθεια, ρίχνονται
απάνω τους και αρχίζουν να τις κυνηγούν. Οι γάτες πάλι, σαν λυσσασμένες από το
κακό τους, τρέχουν, ξετρυπώνουν τα ποντίκια και τα παίρνουν στο κατόπι. Τότε
έγινε μεγάλο κακό. Γέμισαν οι δρόμοι ποντίκια, γάτες, σκυλιά. Μπρος τα ποντίκια
τρέχανε δώθε κείθε ζαλισμένα, πίσω τους οι γάτες με σηκωμένες τις τρίχες της γούνας
τους κι από πίσω τα σκυλιά. Νιαουρίσματα, γαβγίσματα, μεγάλος σαματάς. Και
τρέχανε, τρέχανε, κυνηγιόνταν, ώσπου απόκαμε το ποντικολόι, το γατολόι, το
σκυλολόι.
Τότε
κοίταξε ο καθείς να κρυφτεί, όπως μπορεί, για να σωθεί. Τα ποντίκια απ’τις γάτες
κι οι γάτες από τα σκυλιά.
Έτσι, από
εκείνη την ημέρα γεννήθηκε η έχθρα, κι όπου πια συναντήσει σκύλος γάτα την
παίρνει στο κυνηγητό, το ίδιο κι η γάτα με τον ποντικό…
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου